- ομοφωνώ
- (ΑΜ ὁμοφωνῶ, -έω) [ομόφωνος]νεοελλ.έχω την ίδια ακριβώς γνώμη με άλλον, είμαι ομόγνωμοςμσν.-αρχ.ομιλώ την ίδια γλώσσα με κάποιοναρχ.1. γραμμ. (για λέξη) έχω τον ίδιο τύπο («τῶν ὑποτακτικών ἄρθρων, ὅπερ ὁμοφωνεῑ ταῑς κτητικαῑς», Απολλ. Δύσκ.)2. ηχώ στον ίδιο τόνο, στον ίδιο ήχο με άλλον3. συμφωνώ4. διακηρύσσω ομοφώνως κάτι, αναγνωρίζω από κοινού («Ἑλλὰς δ' ἀρετὰν ὁμοφωνεῑ», επιγρ.)5. φρ. «πάντα γὰρ ὁμοφωνεῑ τῷ λόγῳ» — όλα συμφωνούν με τον λόγο (Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.